- κρε(ο)-
- και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)α' συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε αποτελείται από κρέας (κρεατόπιτα, κρεατόσουπα). Η συνηθέστερη μορφή τού α' συνθετικού είναι κρε(o)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη μορφή κρεατο- < κρέας, κρέατος (κρεατομηχανή). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις εξής μορφές: α) κρεω-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. κρέως και με επίδραση άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως γεω(< γαῑα, γῆ), π.χ. γεωγράφος, και λεω- (< λεώς, αττ. τ. τού λαός), π.χ. λεωφόροςβ) κρεη-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (πρβλ. και θανατηφόρος)και γ) κρειο-, που σχηματίστηκε πιθ. με την επίδραση τής γεν. πληθ. κρειῶν. Λ. με αυτό το α' συνθετικό είναι: κρεάγρα, κρεοπώλης, κρεοφάγοςαρχ.κρεάγρευτος, κρεαδοσία, κρεανόμος, κρεηδόκος, κρεηφάγος, κρειοδόκος, κρειοφάγος, κρεοβόρος, κρεοδαίτης, κρεοδείρα, κρεοδότης, κρεοδόχος, κρεοθέτης, κρεοθήκη, κρεοκάκκαβος, κρεοκόπος, κρεονομία, κρεοποιός, κρεοσιτώ, κρεοστάθμη, κρεουργός, κρεοφόρος, κρεωνομώαρχ.-μσν.κρεωβορίαμσν.κρεατοπουλειό, κρεοτομώνεοελλ.κρεατάλευρο, κρεατοελιά, κρεατόκονις, κρεατοκόπτης, κρεατομηχανή, κρεατόμυλα, κρεατόπιτα, κρεατοσάνιδο, κρεατόσουπα, κρεατοφαγάς, κρεατοφάγος, κρεατόχρους, κρεατόχρωμος, κρεοκόπτης, κρεοσκοπία].
Dictionary of Greek. 2013.